- αλλοτρίωση
- Διαδικασία κατά τη διαδρομή της οποίας εκείνο που ανήκει πρωταρχικά στον άνθρωπο και είναι έργο του γίνεται ξένο και εξωτερικό γι’ αυτόν τον ίδιο και καταλήγει να τον εξουσιάσει και να τον υποδουλώσει. Τον όρο α. εισήγαγε στη φιλοσοφία ο Χέγκελ για να τον μεταχειριστεί ύστερα με δική του έννοια o Φόιερμπαχ.
Για τον Χέγκελ η α. είναι βασικά μια εξωτερίκευση: το υποκείμενο προβάλλει έξω από τον εαυτό του την αλήθεια που αποκτά έτσι υπόσταση. Η α. αυτή έχει θετικό χαρακτήρα: το πνεύμα που αλλοτριώνεται σε μορφές πολιτιστικές (τέχνη, φιλοσοφία κλπ.), τελικά πλουτίζεται. Με τον τρόπο αυτό η εγελιανή φιλοσοφία, στην επιδίωξη της απόλυτης γνώσης, συνθέτει το υποκείμενο με την υπόσταση και αυτό επιφέρει την άρση της α.
Ο όρος α. χρησιμοποιείται ολοένα και ευρύτερα από την εποχή του Χέγκελ στη φιλοσοφία και στην κοινωνιολογία. Κατά τον Φόιερμπαχ η κυριότερη μορφή α., η θρησκευτική, πηγάζει από το γεγονός ότι o άνθρωπος θεοποιεί, δηλαδή προβάλλει και προσωποποιεί ασυνείδητα στο πρόσωπο του Θεού, όλα τα υψηλότερα ανθρώπινα χαρίσματα (ευφυΐα, αγάπη, καλοσύνη κλπ.) για να τα λατρέψει ύστερα ως αρετές και απαιτήσεις μιας εξωτερικής δύναμης. Ο Μαρξ αποδίδει τον χαρακτήρα της α. σε ευρύτατο κύκλο πνευματικών και πρακτικών μορφών της ανθρώπινης ζωής, με αποκορύφωση τη νεότερη κεφαλαιοκρατική κοινωνία. Κατ’ αυτόν, η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων στα πλαίσια αυτής της κοινωνίας, επειδή δεν κατέχουν τα μέσα παραγωγής (μηχανές, πρώτες ύλες κλπ.), ζουν υπό τον όρο να αλλοτριώνουν καθημερινά τα χέρια τους, δηλαδή την εργατική τους δύναμη, με αντάλλαγμα το ημερομίσθιο, διαθέτοντάς τα σε αυτόν που κατέχει τα μέσα παραγωγής. Ενώ όμως, κατά τον Μαρξ, το φαινόμενο της α. είναι προϊόν της κεφαλαιοκρατικής οργάνωσης της κοινωνίας και όχι της μηχανής, για ένα τμήμα της σύγχρονης φιλοσοφίας και κοινωνιολογίας η α. είναι προϊόν της ανάπτυξης της σύγχρονης βιομηχανίας και τεχνικής, οποιοδήποτε και αν είναι το καθεστώς ή ο τύπος της κοινωνίας. Σύμφωνα με τον Γιάσπερς και τον Χάιντεγκερ, η α. είναι καρπός του λεγόμενου πολιτισμού των μαζών, δηλαδή της ομοιομορφίας της συμπεριφοράς, της καλαισθησίας, του τρόπου σκέψης κλπ. που χαρακτηρίζει τις μεγάλες σύγχρονες ομάδες ανθρώπων. Η ζωή του κάθε ατόμου γίνεται ολοένα και περισσότερο μη αυθεντική, δηλαδή δέσμια των τεχνητών αναγκών, της μόδας, των εικονικών μύθων και σκοπών. Ο αλλοτριωμένος άνθρωπος είναι ο άνθρωπος που δεν ανήκει στον εαυτό του, αλλά σε άλλους. Ο κόσμος που ο ίδιος έχει δημιουργήσει δεν του είναι μόνο εχθρικός (από αυτό προέρχεται o φόβος, το συναίσθημα της μοναξιάς, η αγωνία, ιδιαίτερα στις μεγάλες πόλεις), αλλά γίνονται γι΄ αυτόν μυστηριώδεις οι ίδιοι οι σκοποί της ζωής.
Μια πικρή σάτιρα της κατάστασης του αλλοτριωμένου ανθρώπου στη μηχανοποιημένη κοινωνία είναι η κινηματογραφική ταινία του Τσάπλιν Μοντέρνοι καιροί, ενώ η υψηλότερη έκφραση της α. στη σύγχρονη λογοτεχνία παρουσιάζεται σε λογοτεχνικά έργα του Κάφκα, όπως Η δίκη, Ο πύργος και Η μεταμόρφωση.
O Γερμανός φιλόσοφος Φρίντριχ Χέγκελ ήταν αυτός που εισήγαγε τον όρο «αλλοτρίωση». στο λεξιλόγιο της σύγχρονης φιλοσοφίας
* * *η (Α ἀλλοτρίωσις) αποξένωσηνεοελλ.1. μεταβίβαση κυριότητας, εκποίηση2. (ως φιλοσ. και κοινωνιολ. όρος) η υποταγή τού ατόμου σε διάφορες κοινωνικοπολιτικές δομές, απώλεια της ελευθερίας, τής ταυτότητας, τής ιδιαίτερης προσωπικότητάς τουαρχ.1. απώλεια, αποστέρηση2. δυσμένεια, εχθρότητα, αποστροφή.3. Ιατρ. η απονέκρωση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλοτριῶ.ΠΑΡ. νεοελλ. αλλοτριώσιμος].
Dictionary of Greek. 2013.